άγαλος

άγαλος
-η, -ο [γάλα]
1. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα, αγάλακτος
2. (για εποχές) αυτή που δεν ευνοεί τη γαλακτοτροφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”